- ἁπαλά
- ἁπαλόςsoft to the touchneut nom/voc/acc plἁπαλά̱ , ἁπαλόςsoft to the touchfem nom/voc/acc dualἁπαλά̱ , ἁπαλόςsoft to the touchfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπαλᾷ — ἀπαλάομαι go astray pres subj mp 2nd sg ἀπαλάομαι go astray pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀπαλάομαι go astray pres subj mp 2nd sg ἀπαλάομαι go astray pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλάν — ἁπαλά̱ν , ἁπαλός soft to the touch fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλάς — ἁπαλά̱ς , ἁπαλός soft to the touch fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλάων — ἁπαλά̱ων , ἁπαλός soft to the touch masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALCANEA Camelorum — in delitiis Veter. Ael. Lampid. in Heliogab. c. 19. Comedit saepius, ad imitationem Apicii, calcanea camelorum et cristas vivis gallinaceis demptas etc. Nempe haec cupediariis fuisse expetita non multo magis mirandum, quam de cristis gallorum… … Hofmann J. Lexicon universale
αβροβάτης — ἁβροβάτης, ο (Α) αυτός που περπατά απαλά και καμαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + βαίνω] … Dictionary of Greek
αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… … Dictionary of Greek
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
αεροπλέω — πλέω στον αέρα, πλέω απαλά, μετεωρίζομαι … Dictionary of Greek
ακραγγίζω — αγγίζω ελαφρά, απαλά, μόλις αγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + αγγίζω] … Dictionary of Greek